Μετάβαση στο περιεχόμενο

περπατάω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περπατάω < περπατ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περπατῶ < αρχαία ελληνική περιπατῶ[1] < περι- + πατῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peɾ.paˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περπατάω
περπατώντας σε πεζοδρόμιο

περπατάω/περπατώ, αόρ.: περπάτησα, παθ.φωνή: περπατιέμαι, π.αόρ.: περπατήθηκα, μτχ.π.π.: περπατημένος

  1. χρησιμοποιώ τα πόδια μου για να κινηθώ ούτε γρήγορα, ούτε αργά
     συνώνυμα: βαδίζω
  2. (λαϊκότροπο. για υπόθεση) εξελίσσομαι, προχωράω καλά

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]