περίπατος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | περίπατος | περίπατοι |
γενική | περιπάτου | περιπάτων |
αιτιατική | περίπατο | περιπάτους |
κλητική | περίπατε | περίπατοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίπατος < αρχαία ελληνική περίπατος < περί + πάτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίπατος αρσενικό
- το περπάτημα για ευχαρίστηση, διασκέδαση, αναψυχή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πάω περίπατο
- κάνω περίπατο: για προσπάθεια που τελικά αποδείχτηκε πολύ εύκολη, για αγώνα που κερδήθηκε εύκολα χωρίς ισχυρούς αντιπάλους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περίπατος < περιπατέω (περιπατῶ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίπατος
- περίπατος, το περπάτημα για διασκέδαση
- (συνεκδοχικά) τόπος περιπάτου
- (συνεκδοχικά) κουβέντα, κυρίως για φιλοσοφικά ζητήματα
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου: η φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλη