περιπατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
περιπατώ
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | περιπατώ | περιπατούσα | θα περιπατώ | να περιπατώ | περιπατώντας | |
β' ενικ. | περιπατείς | περιπατούσες | θα περιπατείς | να περιπατείς | (περιπάτει) | |
γ' ενικ. | περιπατεί | περιπατούσε | θα περιπατεί | να περιπατεί | ||
α' πληθ. | περιπατούμε | περιπατούσαμε | θα περιπατούμε | να περιπατούμε | ||
β' πληθ. | περιπατείτε | περιπατούσατε | θα περιπατείτε | να περιπατείτε | περιπατείτε | |
γ' πληθ. | περιπατούν(ε) | περιπατούσαν(ε) | θα περιπατούν(ε) | να περιπατούν(ε) |
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στη σημερινή γλώσσα το ρήμα αυτό συνηθίζεται μόνο στους 3 εξακολουθητικούς χρόνους. Οι συνοπτικοί κι οι συντελεσμένοι είναι αδόκιμοι.