περιπατητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιπατητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιπατητής[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.pa.tiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐πα‐τη‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιπατητής αρσενικό
- το άτομο που πραγματοποιεί περιπάτους για αναψυχή
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη περπατάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ περιπατητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περιπατητής | οἱ | περιπατηταί |
γενική | τοῦ | περιπατητοῦ | τῶν | περιπατητῶν |
δοτική | τῷ | περιπατητῇ | τοῖς | περιπατηταῖς |
αιτιατική | τὸν | περιπατητήν | τοὺς | περιπατητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | περιπατητᾰ́ | περιπατηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπατητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιπατηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
[επεξεργασία]- περιπατητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)