Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀχιβάδα

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀχιβάδα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.çiˈva.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιβάδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀχιβάδα θηλυκό

  1. (μαλάκιο) αχιβάδα
      Came nigra, κόγχος μελαινίς apud Athenaeum, est Venetis Cappa peuerata, vel peuecrazza: Vulgo Grecorum ἀχιβάδα μαυρή, i. chame nigra. (Supplementum linguae latinae, seu Dictionarium abstrusorum vocabulorum, a Rob. Constantino collectum, Lugduni, Apud Gulielmum Rouillum, 1573 )
      Ἀχιβάδα. Murex. Murice. Κογχύλης, ης, Κόγχη, ης, Κογχύλιον, ου., (Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Βενετία, 1659, σελ. 127 )
  2. αντικείμενο σε σχήμα αχιβάδας
      Latine: Concha . Graeco-Barb: λεκάνη, γούρνα, ἀχιβάδα. Graeco-Litt: κόγχη, κογχύλη (Simone Porzio, Λεξικόν Λατινικόν, Ρωμαϊκόν και Ελληνικόν, 1635, σελ. 84 )

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 Georges Bentoté, Λεξικόν Δίγλωσσον", Λεξικόν Απλο-Ελληνικόν Γαλλικόν, 1804, σελ. 71