ἄφευκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄφευκτος | τὸ ἄφευκτον | οἱ, αἱ ἄφευκτοι | τὰ ἄφευκτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀφεύκτου | τοῦ ἀφεύκτου | τῶν ἀφεύκτων | τῶν ἀφεύκτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀφεύκτῳ | τῷ ἀφεύκτῳ | τοῖς, ταῖς ἀφεύκτοις | τοῖς ἀφεύκτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄφευκτον | τὸ ἄφευκτον | τοὺς, τὰς ἀφεύκτους | τὰ ἄφευκτα |
Κλητική | ἄφευκτε | ἄφευκτον | ἄφευκτοι | ἄφευκτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀφεύκτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀφεύκτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἄφευκτος, -ος, -ον