Ἄδμητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄδμητος, Άδμητος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἄδμητος < ἄδμητος < ἄ- + δμητός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἄδμητος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δάμνημι και δαμάζω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]