ἐλευθεροστόμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλευθεροστόμως < αρχαία ελληνική ἐλευθερόστομ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἐλευθεροστόμως

Πηγές[επεξεργασία]