ἐμβάπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐμβάπτω < ἐμ- + βάπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐμβάπτω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]