ἐμφαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἐμφαίνω και ἐμφαίνομαι
- φαίνομαι σε μια επιφάνεια επάνω, π.χ. στο κάτοπτρο ή στο γαλήνιο νερό που αντανακλά
- καὶ εἰκόνας γραμμάτων, εἴ που ἢ ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο, οὐ πρότερον γνωσόμεθα, πρὶν ἂν αὐτὰ γνῶμεν (Πλάτων) (: και την εικόνα γραμμάτων που καθρεφτίζονται στο νερό ή σε καθρέφτες, δεν θα τα γνωρίσουμε μέχρι να τα γνωρίσουμε αυτά καθαυτά -τα πρωτότυπα, όχι τις εικόνες
- εμφανίζω και εμφανίζομαι, έρχομαι στην επιφάνεια, καθιστώ φανερό, προδίδομαι
- ὅσοι νέοι ὄντες μέγεθος ἔλαβον, ὅμως ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῖς (Ξενοφ.) : όπως στους νέους που έχουν πρόωρη ανάπτυξη στο σώμα, αλλά που όμως είναι φανερη η μικρή τους ηλικία