ἐναρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐναρόω < ἐν- + ἀρόω (σπέρνω - οργώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐναρόω / ἐναρῶ

  • σπέρνω (+ δοτική: μέσα σε)
    ※  5ος↑ αιώνας Ἀντιφῶν (ρήτορας), Απόσπασμα 60 [!34 B., 133 S] Die Fragmente der Vorsokratiker Επιμ.Diels, 2005 / 131 p.138 Antiphontis orationes et fragmenta, 1871.
    καὶ γὰρ τῇ γῇ οἷον ἄν τις τὸ σπέρμα ἐναρόσῃ, τοιαῦτα καὶ τὰ ἔκφορα δεῖ προσοδκᾶν, καὶ ἐν νέῳ σώματι ὅταν τις τὴν παίδευσιν γενναίαν ἐναρόσῃ, ζῇ τοῦτο καὶ θάλλει διὰ παντὸς τοῦ βίου καὶ αὐτὸ οὔτε ὄμβρος ούτε ἀνομβρία ἀφαιρεῖται.

Πηγές[επεξεργασία]