ἀνομβρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανομβρία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνομβρί αἱ ἀνομβρίαι
      γενική τῆς ἀνομβρίᾱς τῶν ἀνομβριῶν
      δοτική τῇ ἀνομβρί ταῖς ἀνομβρίαις
    αιτιατική τὴν ἀνομβρίᾱν τὰς ἀνομβρίᾱς
     κλητική ! ἀνομβρί ἀνομβρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνομβρί
γεν-δοτ τοῖν  ἀνομβρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνομβρία, ήδη τον 5ο αιώνα στον ρήτορα Αντιφώντα < ἄνομβρ(ος) (άβροχος) + -ία < ἀν- + ὄμβρος [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀνομβρία, -ας θηλυκό

  • (μετεωρολογία) ανομβρία (& μεταφορικά)
    ※  5ος πκε αιώνας Ἀντιφῶν (ρήτορας), Απόσπασμα 60 [!34 B., 133 S] Die Fragmente der Vorsokratiker Επιμ.Diels, 2005 — 131 p.138 Antiphontis orationes et fragmenta, 1871.
    καὶ ἐν νέῳ σώματι ὅταν τις τὴν παίδευσιν γενναίαν ἐναρόσῃ, ζῇ τοῦτο καὶ θάλλει διὰ παντὸς τοῦ βίου καὶ αὐτὸ οὔτε ὄμβρος ούτε ἀνομβρία ἀφαιρεῖται.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 28 @scaife.perseus
    Διὰ γὰρ τὴν ἀνομβρίαν μίσγεσθαι δοκεῖ ἀπαντῶντα πρὸς τὰ ὑδάτια καὶ τὰ μὴ ὁμόφυλα, καὶ ἐκφέρειν ὧν οἱ χρόνοι οἱ τῆς κυήσεως οἱ αὐτοὶ καὶ τὰ μεγέθη μὴ πολὺ ἀπ’ ἀλλήλων·

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ανομβρία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.