ἐξά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξά: περικοπή του < ἐξουσία, 'ξουσία, 'ξουσιά < αρχαία ελληνική ἐξουσία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐξά θηλυκό

  1. εξουσία, δύναμη, δικαίωμα να κάνω κάτι
    ※  (κρητική λογοτεχνία) Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610)
    T’ ἄλλα φαριὰ ϗ΄ τ’ ἅρματα ἂς εἶναι εἰς τὴν ἐξάσȣ
    Γ', στίχος 843 @books google Έκδοση 1813, Νικόλαος Γλυκύς
    (μεταγραφή) T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου (Γ' στη Βικιθήκη, στίχος 843)
  2. αυτοκυριαρχία

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]