ἐξαπενίζοντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ἐξαπενίζοντο
- γ’ πληθυντικό οριστικής παρατατικού μέσης φωνής του ρήματος ἐξαπονίζω
- Τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης συνδεόμενοι οἱ Ἀπόστολοι, τῷ δεσπόζοντι τῶν ὅλων ἑαυτοὺς Χριστῷ ἀναθέμενοι, ὡραίους πόδας ἐξαπενίζοντο, εὐαγγελιζόμενοι πᾶσιν εἰρήνην. (απ’ τον ειρμό της 5ης ωδής του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης)