ἐπαιτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επαιτώ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπαιτέω < ἐπί + αἰτέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπαιτέω (συνηρημένο ἐπαιτῶ)

  1. ζητώ κι άλλο, κάτι επιπλέον
  2. επαιτώ, ζητιανεύω