ἐρευνάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ἐρευνάω, ἐρευνίω και ἐραυνάω

  1. ψάχνω, αναζητώ
  2. ερευνώ
  3. εξερευνώ

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883