ἑλλεβορίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑλλεβορίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἑλλεβορίζω
- δίνω σε κάποιον ελλέβορο
- (μεταφορικά) σωφρονίζω