ἑορταστικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἑορταστικῶς < αρχαία ελληνική (ός) + -ῶς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἑορταστικῶς