ἠνορέη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἠνορέη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἠνορέη, -ης θηλυκό επικός τύπος του ἠνορέα

  1. ανδρεία, ανδρική δύναμη
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 226 (στίχοι 224-226)
    ἠμὲν ἐπ᾽ Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο | ἠδ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος, τοί ῥ᾽ ἔσχατα νῆας ἐΐσας | εἴρυσαν, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν·
    και στες σκηνές του Αίαντος του Τελαμωνιάδη | και του Αχιλλέως, που ακρινά τα πλοία τους εστήσαν, | στην δύναμίν τους ήσυχοι και στην πολλήν ανδρείαν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 156 (στίχοι 156-157)
    τῷ δὲ θεοὶ κάλλος τε καὶ ἠνορέην ἐρατεινὴν | ὤπασαν· αὐτάρ οἱ Προῖτος κακὰ μήσατο θυμῷ,·
    κάλλος του δώσαν οι θεοί, χάριν ομού και ανδρείαν, | αλλά κρυφίως όλεθρον ο Προίτος τού εσοφίσθη.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 516 (514-516)
    ὑβριστὴν δὲ Μενοίτιον εὐρύοπα Ζεὺς | εἰς ἔρεβος κατέπεμψε βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ | εἵνεκ᾽ ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου.
    Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχεί | στο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνό | για την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. ανδρική ομορφιά
  3. (στον πληθ.) (ἠνορέαι) έπαινοι για την ανδρεία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]