Ἡγησώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Η στήλη της Ἡγησοῦς, που κάθεται κρατώντας στο χέρι της ένα κόσμημα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἡγησώ < (ἡγέομαι) Ἡγησ- [1] +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἡγησώ θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Ηγησώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]