ἰσόπρεσβυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰσόπρεσβυς < ἴσος + πρέσβυς (γέροντας)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἰσόπρεσβυς

ὁ, ἡ ἰσόπρεσβυς, το ἰσόπρεσβυ