ἰσόπρεσβυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἰσόπρεσβυς
- ὁ, ἡ ἰσόπρεσβυς, το ἰσόπρεσβυ
- που έχει ίδια ηλικία με έναν γέροντα, που μοιάζει με ηλικιωμένο