ὀτρηρῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀτρηρῶς < ὀτρηρ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὀτρηρῶς

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]