ὁμόπλαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁμόπλαστος < ὁμό- (< αρχαία ελληνική ὁμός κοινός) + πλαστός < πλάθω

Επίθετο[επεξεργασία]

ὁμόπλαστος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]