ὄχλητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄχλητα < ὄχλησις / -ση + -ητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄχλητα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]