ὄχλητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄχλητα < ὄχλησις / -ση + -ητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄχλητα θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ὄχλητα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].