ὑπαγκαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπαγκαλίζω < ὑπό + ἀγκαλίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑπαγκαλίζω (μέλ. ὑπαγκαλίσω και ὑπαγκαλιῶ)

  1. αγκαλιάζω
  2. (μέσο:ὑπαγκαλίζομαι) αγκαλιάζομαι, με αγκαλιάζουν

Συγγενικά[επεξεργασία]