ὑπαγκαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑπαγκαλίζω (μέλ. ὑπαγκαλίσω και ὑπαγκαλιῶ)
- αγκαλιάζω
- (μέσο:ὑπαγκαλίζομαι) αγκαλιάζομαι, με αγκαλιάζουν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- το ὑπαγκάλισμα (το αγαπητό, προσφιλές πρόσωπο)