ὑπεράγαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὑπεράγαν < ὑπερ- + αρχαία ελληνική ἄγαν
Επίρρημα
[επεξεργασία]ὑπεράγαν
- (ελληνιστική κοινή) υπερβολικά, υπέρμετρα, υπεράγαν
- ※ Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν
- Λένε (λέγεται) δε, ότι ο Ηρακλείδης νέος (στα νιάτα του), ήταν ντροπαλός και κόσμιος, τόσο που ποτέ δεν τον είχαν δει να γελά υπερβολικά
- (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Γ, 26, 3ος αιώνας)
- ※ Φησὶ δ' Ἡρακλείδης ὅτι νέος ὢν οὕτως ἦν αἰδήμων καὶ κόσμιος ὥστε μηδέποτε ὀφθῆναι γελῶν ὑπεράγαν
Πηγές
[επεξεργασία]- ὑπεράγαν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ὑπερ- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επιρρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)