ὑπολιμπάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπολιμπάνω < ὑπο- + λιμπάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑπολιμπάνω (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ὑπολείπω

  1. αφήνω πίσω
  2. (στη μέση φωνή) αφήνω κάτι ως υπόλοιπο, ληξιπρόθεσμες οφειλές
  3. (αμετάβατο) εκλείπω, σώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]