ὑψιπετήεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὑψιπετήεις,-εσσα, -εν (και ουσιαστικό: ο ὑψιπέτης)
- εκείνος που πετά στον ουρανό, στα ύψη
ὑψιπετήεις,-εσσα, -εν (και ουσιαστικό: ο ὑψιπέτης)