ὠάριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠάριον < αρχαία ελληνική ᾠάριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὠάριον ουδέτερο (γενική: ὠαρίου, ὠαρίων)
- (καθαρεύουσα) άλλη γραφή του αρχαίου τύπου ᾠάριον, το ωάριο