ὠμοθετέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὠμοθετέω
- θέτω άψητα κομμάτια κρέατος πάνω σε αυτά που ήδη καίγονται στο βωμό
- θυσιάζω γενικά ( έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής)