ὡρολογοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ωρολογοποιός

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὡρολογοποιός < ὡρολόγ(ιον) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὡρολογοποιός αρσενικό ή θηλυκό (γενική: τοῦ ὡρολογοποιοῦ)