ⲁⲅⲁⲡⲏ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κοπτικά (cop)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ⲁⲅⲁⲡⲏ < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγάπη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ⲁⲅⲁⲡⲏ
Πηγές
[επεξεργασία]- Coptic Dictionary Online, ed. by the Koptische/Coptic Electronic Language and Literature International Alliance (KELLIA) [1]