𐀶𐀫
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- 𐀶𐀫 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuh₂-ró-s < *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]𐀶𐀫 (tu-ro) /tūrós/
𐀶𐀫 (tu-ro) /tūrós/