διογκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διογκώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του διογκόω + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.oŋˈɡo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ο‐γκώ‐νω

διογκώνω, αόρ.: διόγκωσα, παθ.φωνή: διογκώνομαι/διογκούμαι, π.αόρ.: διογκώθηκα, μτχ.π.π.: διογκωμένος

  1. αυξάνω τον όγκο σε κάτι
     συνώνυμα: εξογκώνω, φουσκώνω
  2. προκαλώ αύξηση σε κάτι πέρα από το λογικό μέτρο
  3. (μεταφορικά) αποδίδω σε κάτι μεγαλύτερη σπουδαιότητα από ό,τι έχει πραγματικά
    ⮡  τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης κατηγορήθηκαν ότι διόγκωσαν τα πρόσφατα γεγονότα
     συνώνυμα: μεγαλοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις και, διά και όγκος

Παθητική φωνή (λόγιο): διογκούμαι, -ούσαι, -ούται, μετοχή παθητικού ενεστώτα διογκούμενος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]