διογκούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διογκούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διογκούμενος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.oŋˈɡu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ο‐γκού‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
διογκούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (διογκούμαι) του ρήματος διογκώνω: που διογκώνεται, μεγαλώνει
- ↪ διογκούμενα προβλήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διογκούμενος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- διογκώνω (& μτχ. -ούμενος) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διογκούμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (διογκοῦμαι) του ρήματος διογκῶ, (διογκόω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)