-μολπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-μολπος < μολπ(ή) (τραγούδι) (< μέλπω (τραγουδάω)) + -ος

Επίθημα[επεξεργασία]

-μολπος

  • δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό επιθέτων ή ουσιαστικών που εκφράζει σχέση με το τραγούδι με τον τρόπο που ορίζει το πρώτο συνθετικό.
    εὔμολπος (που τραγουδάει ωραία)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]