μολπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μολπή | ||
γενική | της | μολπής | ||
αιτιατική | τη | μολπή | ||
κλητική | μολπή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μολπή < αρχαία ελληνική μολπή < μέλπω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /molˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μολ‐πή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μολπή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μέλπω, ευχάριστη μελωδία ή άσμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μολπή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)