-μόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-μόριο < μόριο

Επίθημα[επεξεργασία]

-μόριο

  1. επίθημα σχηματισμού συνθέτων που αφορούν ένα μέρος ενός συνόλου
    δεκατημόριο, εκτημόριο
  2. (χημεία) επίθημα σχηματισμού συνθέτων που αφορούν ένα μόριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]