Abbild

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Abbild (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Abbilder)

  1. η εικόνα
  2. η γραφική, συμβολική, ηλεκτρονική αναπαράσταση
  3. το αντίγραφο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • Bild ουδέτερο
  • grafische, symbolische, elektronische Darstellung θηλυκό
  • Kopie θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]