Boykott

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Boykott < (άμεσο δάνειο) αγγλική boycott

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Boykott (de) αρσενικό