CL

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
CL < Command Line
CL < ConnectionLess

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

CL (en) αρκτικόλεξο

  1. (πληροφορική) συντομογραφία του Command Line στο command-line interface (CLI)
  2. (δίκτυο υπολογιστών) συντομογραφία του connectionless[1][2]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • CL στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση «connectionless» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) What does CL stand for? - Abbreviations.com. Προσπέλαση 2020-05-09