Catholic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
Catholic (en)
- καθολικός (για την εκκλησία και ό,τι αναφέρεται σ' αυτήν)
- a Catholic priest - ένας καθολικός ιερέας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Catholic (en)
- καθολικός (ο πιστός)