DRAM
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]DRAM (en) αρκτικόλεξο
- (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) συντομογραφία του dynamic random access memory
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- DRAM στην αγγλική Βικιπαίδεια