Ersatz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ersatz (de) αρσενικό
- ανταλλαγή, αντικατάσταση
- (σαν α' συνθετικό) εφεδρικός, ανταλλακτικός
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Ersatzbefriedigung
- Ersatzdienst
- Ersatzkasse
- Ersatzmann
- Ersatzmutter
- ersatzpflichtig
- Ersatzreifen
- Ersatzteil