Hausaufgabe
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈhaʊ̯sʔaʊ̯fˌɡaːbə/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Haus‐auf‐gabe
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Hausaufgabe (de) θηλυκό