IP
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
IP (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) instruction pointer
- (διαδίκτυο, δίκτυο υπολογιστών) Internet Protocol (Πρωτόκολλο Διαδικτύου)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- external IP, public IP
- internal IP, local IP, private IP
- IP address
- Internet Protocol Version (IPV)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- IP στην αγγλική Βικιπαίδεια