Intelligenz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Intelligenz (de) θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η εξυπνάδα, η ευφυΐα, η νοημοσύνη
- η ιντελιγκέντσια, η διανόηση