Langzeitarbeitslose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Langzeitarbeitslose < lang + Zeit + Arbeitslose
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Langzeitarbeitslose (de) αρσενικό ή θηλυκό