Μετάβαση στο περιεχόμενο

Määntig

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Määntig < μέση άνω γερμανική mānintag < πρωτογερμανική *mēniniz dagaz (ημέρα της σελήνης), μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική diēs Lūnae

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Määntig αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • Määntig” στο Patuzzi, Umberto, επιμ., (2013) Ünsarne Börtar, Luserna, Italy: Comitato unitario delle linguistiche storiche germaniche in Italia / Einheitskomitee der historischen deutschen Sprachinseln in Italien