Möbelwagen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Möbelwagen < Möbel (έπιπλο) + Wagen (αυτοκίνητο)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Möbelwagen (de) αρσενικό
Möbelwagen (de) αρσενικό